Άννα Φρόιντ
Είμαι η Ανθή Σουβατζόγλου και σήμερα θα σας μιλήσω για την Άννα Φρόιντ,η οποία τον καιρό που γεννήθηκε, είχε ήδη να αντιμετωπίσει την σκιά του πατέρα της . Όχι από αυστηρότητα, αλλά από ιδιοφυΐα. Στο σπίτι τους, η σκέψη δεν ήταν απλώς κάτι καθημερινό ... Ήταν τρόπος ζωής. Εκείνη όμως, η μικρότερη από τα αδέρφια, δεν ήθελε να ζήσει κάτω από τη σκιά· ήθελε να φτιάξει το δικό της φως.
Στην παιδική της ηλικία ήταν απείθαρχη, γεμάτη ερωτήσεις και ανησυχίες, με βλέμμα που έψαχνε να διαβάσει τους ανθρώπους πιο βαθιά απ’ ό,τι έλεγαν τα λόγια τους.
Αυτό το κορίτσι δεν πήγε στα σαλόνια του κόσμου για να εντυπωσιάσει. Πήγε στις τάξεις των παιδιών, στα βλέμματά τους που ήταν μέσα στην ανησυχία και την ακατανόητη θλίψη. Εκεί κατάλαβε κάτι που ποτέ δεν ξέχασε: τα παιδιά δεν είναι μικροί ενήλικες. Είναι ένας άλλος κόσμος. Και για να τον κατανοήσεις, πρέπει να σκύψεις, να χαμηλώσεις τη φωνή σου, να μπεις στο παιχνίδι τους, να ακούσεις πίσω από τις λέξεις.Η Άννα δεν ξεκίνησε τη ζωή της για να γίνει ψυχαναλύτρια. Η παιδαγωγική της αγάπη ήταν το πρώτο της σπίτι. Δούλεψε με παιδιά, ένιωσε το πώς σκέφτονται, πώς αγαπούν, πώς υποφέρουν. Και σιγά σιγά, με υπομονή και παρατήρηση, ανακάλυψε κάτι που τότε δεν τολμούσαν να πουν πολλοί: πως τα παιδιά έχουν ανάγκη να τους δώσεις χώρο στην ψυχή σου.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, τα παιδιά έμειναν μόνα. Ορφανά. Τραυματισμένα. Σπασμένα. Εκείνη, αντί να απομακρυνθεί, πλησίασε πιο κοντά. Άνοιξε έναν δικό της χώρο, ένα καταφύγιο, όχι για να «θεραπεύει» σαν γιατρός, αλλά για να κρατά σαν άνθρωπος. Ένα μέρος όπου ένα παιδί μπορούσε να πει: «Φοβάμαι». Και η Άννα να του απαντήσει: «Σε ακούω. Και είμαι εδώ».
Η ίδια είχε πει:«Τα παιδιά χρειάζονται αγάπη, κατανόηση και αποδοχή για να αναπτυχθούν υγιώς.»
Και αυτό δεν το έλεγε μόνο θεωρητικά. Το ζούσε. Καθημερινά. Με κάθε της πράξη. Ποτέ δεν πίεζε. Ποτέ δεν απαιτούσε. Αν ένα παιδί δεν ήθελε να μιλήσει, περίμενε. Δεν το διόρθωνε· το κατανοούσε. Δεν το φόβιζε· το φρόντιζε.
Όταν μια μέρα τη ρώτησαν γιατί ασχολείται τόσο βαθιά με τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών, εκείνη απάντησε :«Είναι μόνο όταν τα συναισθήματα των γονιών είναι αναποτελεσματικά ή πολύ αντιφατικά, που τα παιδιά νιώθουν χαμένα.»
Και τότε όλοι κατάλαβαν: η Άννα δεν έβλεπε απλώς συμπτώματα· έβλεπε ιστορίες. Πίσω από κάθε φόβο, πίσω από κάθε σιωπή, κρυβόταν ένα παιδί που ζητούσε να το εμπιστευτούν.
Κι αν νομίζει κανείς πως η Άννα ήταν μόνο σοβαρή, κάνει λάθος. Τα παιδιά τη θυμούνται να παίζει μαζί τους, να χαμογελάει, να ζωγραφίζει δίπλα τους. Δεν ήταν απόμακρη, αλλά μια γυναίκα που ήξερε ότι η ψυχή δεν γιατρεύεται με αυστηρότητα, αλλά με παρουσία.Η ίδια, στα τελευταία της χρόνια, δεν ένιωθε ποτέ πως έφυγε από την παιδική της ηλικία. Κουβαλούσε μέσα της εκείνη τη μικρή Άννα που κάποτε ένιωθε ότι δεν ανήκε. Και ίσως γι’ αυτό κατάφερε να κάνει κάθε παιδί να νιώσει πως ανήκει κάπου.
Η Άννα Φρόυντ δεν υπήρξε σκιά του πατέρα της. Ήταν φλόγα δική της. Άναψε ένα φως που φώτισε τις παιδικές ψυχές τότε, και συνεχίζει να το κάνει μέχρι σήμερα.Έδειξε σε όλους εμάς κάτι βαθιά απλό και αληθινό:
Ότι η αγάπη δεν είναι ποτέ μικρή όταν δίνεται σε ένα παιδί.