Μικρόφωνα ή μήπως μάσκες;
Είμαι η Ανθή Σουβατζόγλου και σήμερα δεν θα μιλήσω απλώς για μουσική· θα μιλήσω για την ψυχή που αναζητά φωνή. Γιατί η ραπ, στα αλήθεια, δεν ήταν ποτέ ήχος· ήταν εξομολόγηση. Δεν ήταν μελωδία, αλλά μαρτυρία. Και στην Ελλάδα, αυτή η εξομολόγηση φόρεσε την πιο αυθεντική της φωνή μέσα από τα λόγια των Active Member, των Βαβυλώνα, και πιο πρόσφατα, του ΛΕΞ.
Η ραπ γεννήθηκε στα υπόγεια, εκεί όπου ο θόρυβος της κοινωνίας ήταν αφόρητος και χρειαζόταν αποδέκτη. Ήταν η απόπειρα των νέων να αρθρώσουν όσα δεν μπορούσαν να εκφράσουν με άλλο τρόπο: αδικία, οργή, μα και ανάγκη για κατανόηση. Ήταν η εφηβεία μιας γενιάς που αρνιόταν να ωριμάσει μέσα σε έναν κόσμο που δεν της επέτρεπε ούτε να υπάρξει.Ο ΛΕΞ δεν γράφει απλώς τραγούδια – ξεφλουδίζει στρώματα από το ασυνείδητο μιας χαμένης νεότητας. Με λέξεις αιχμηρές, πυκνές, σχεδόν υπόγειες, χτίζει ένα τοπίο όχι τόσο αστικό όσο ψυχικό: απογοήτευση, αβεβαιότητα, αναμονή. Μια μελαγχολία σχεδόν ηρωική, σαν εκείνη του νεαρού που ξέρει πως δεν υπάρχει έξοδος, αλλά συνεχίζει να ψάχνει για παράθυρο.
Κι όμως, σήμερα, παρατηρούμε κάτι βαθύτερα ανησυχητικό. Η ανάγκη για εύκολο χρήμα κυριαρχεί στην κουλτούρα που καταναλώνουν και μιμούνται οι έφηβοι. Δεν διστάζουν πια, ήδη από την προεφηβεία, να εμπλακούν σε κυκλώματα μικροδιακίνησης ναρκωτικών – όχι για να επιβιώσουν, αλλά για να είναι “κουλ”. Για να αποκτήσουν κινητό, ρούχα, “άνεση”. Πουλάνε ουσιαστικά το θάνατο για να αισθανθούν ζωντανοί. Σε έναν κόσμο που δεν τους αναγνωρίζει, επιλέγουν να γίνουν επικίνδυνοι – όχι επειδή είναι, αλλά γιατί έτσι γίνονται ορατοί. Η ταύτιση με τον “μάγκα” της τραπ δεν είναι αισθητική επιλογή· είναι υπαρξιακή κραυγή.Κι έτσι, η μετάβαση από την ραπ στην τραπ δεν είναι απλώς μουσική μετατόπιση – είναι μια αλλαγή ψυχικού παραδείγματος. Από το “ποιος είμαι” έχουμε περάσει στο “πώς φαίνομαι”. Η τραπ δεν μοιάζει να απευθύνεται στην ψυχή. Μοιάζει να φωνάζει προς τα έξω αυτό που θα ήθελε κάποιος να είναι – όχι αυτό που πραγματικά είναι. Από το υπόγειο περάσαμε στην πασαρέλα. Από την υπαρξιακή ερώτηση, στο «πόσα views έχεις».
Η ψυχαναλυτική ανάγνωση εδώ είναι πικρή. Σαν κοινωνία, δίνουμε λιγότερο χώρο στην επώδυνη αυτογνωσία και περισσότερο στην επιφανειακή ταύτιση. Οι νέοι δεν εγκατέλειψαν τη σκέψη – την έθαψαν κάτω από την ανάγκη να επιβιώσουν γρήγορα, εύκολα, φαντασμαγορικά. Κι έτσι η μουσική έγινε όχι καθρέφτης, αλλά σκηνικό. Όχι εργαλείο κάθαρσης, αλλά φόντο ενός ρόλου.
Ο ακροατής της ραπ έψαχνε την αλήθεια του· ο ακροατής της τραπ ψάχνει την εικόνα του.Το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι μουσικό – είναι ψυχικό. Τι γίνεται όταν σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε «ποιος είμαι» και αρχίσουμε να ρωτάμε μόνο «ποιος δείχνω πως είμαι»;
Η ραπ υπήρξε – και μπορεί ξανά να γίνει – μια ψυχοθεραπεία του δρόμου, ένα αναπόφευκτο ταξίδι προς τον εαυτό. Μα αυτό το μονοπάτι απαιτεί κόπο, σιωπή, αυτοπαρατήρηση. Και αυτά είναι είδη που σπανίζουν στις μέρες της ταχύτητας και του θεάματος.
Ίσως το ερώτημα δεν είναι αν η ραπ «πέθανε». Αλλά αν ο ψυχισμός που τη γέννησε βρίσκεται ακόμα μέσα μας. Αν τολμάμε, ακόμη, να πονέσουμε με ειλικρίνεια.