Ο καθρέφτης του Λεωνίδα



Είμαι η Ανθή Σουβατζόγλου και σήμερα θα σας μιλήσω για τον Λεωνίδα.

Ο Λεωνίδας δεν μιλούσε πολύ. Δεν του χρειαζόταν. Στον κόσμο του, οι λέξεις ήταν πολλές – τόσες που χτυπούσαν σαν βροχή στα τοιχώματα του μυαλού του. Ήταν ένας άντρας με βλέμμα γαλήνιο και φωνή σπάνια, σαν μουσική που δεν ξέρεις αν την άκουσες στ’ αλήθεια ή την ονειρεύτηκες.

Κάθε πρωί, στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη. Όχι για να χτενίσει τα μαλλιά του ή να ισιώσει το γιακά του – αυτά δεν τον αφορούσαν πια. Κοίταζε μέσα του. Όχι την αντανάκλασή του – αλλά τον Άλλον. Τον άλλο Λεωνίδα. Εκείνον που μιλούσε όταν κανείς δεν ήταν γύρω. Εκείνον που τον προειδοποιούσε για πράγματα που οι υπόλοιποι δεν έβλεπαν. Που του ψιθύριζε ιστορίες για προδοσίες, για κινδύνους, για ένα μέλλον που ήθελε να τον καταπιεί.


Η μητέρα του έλεγε πως ήταν "ιδιαίτερος". Ο γιατρός, πως είχε "σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου". Ο ίδιος, απλώς ένιωθε διχασμένος. Ένα κομμάτι του προσπαθούσε να κρατηθεί στη γη – το άλλο ταξίδευε σε σύμπαντα με καθρέφτες που μιλούν, πόρτες που αναπνέουν και σκέψεις που παίρνουν μορφή.


Μια μέρα, ο Άλλος του είπε:

– Μην πας σήμερα στη δουλειά. Κάποιος σε παρακολουθεί.

Ο Λεωνίδας δίστασε. Πάντα δίσταζε. Γιατί ο Άλλος είχε πέσει μέσα μερικές φορές – και τότε ένιωθε… δικαιωμένος. Αλλά ήξερε, ή μάλλον προσπαθούσε να θυμάται, ότι δεν πρέπει να τον ακούει πάντα. Κι έτσι πήγε. Και κανείς δεν τον παρακολούθησε. Μόνο ο φόβος.


Στο λεωφορείο ένιωθε τα βλέμματα καρφιά. Στο γραφείο, οι ψίθυροι έμοιαζαν με γέλια που έκρυβαν κάτι. Όχι επειδή ήταν έτσι – αλλά επειδή εκείνος έτσι τα ένιωθε.


Μα όταν γύριζε σπίτι και καθόταν μπροστά στον καθρέφτη, τα πράγματα ησύχαζαν. Ή τουλάχιστον, έμπαιναν σε τάξη. Μια περίεργη, παράλογη, οικεία τάξη. Ο Άλλος του μιλούσε – και εκείνος τον άκουγε. Δεν είχε πια σημασία αν ήταν πραγματικός ή όχι. Είχε σημασία μόνο πως ήταν εκεί.


Η σχιζοφρένεια δεν είναι τρέλα, όπως λένε οι απλοϊκοί. Είναι ένας καθρέφτης ραγισμένος – που σε αναγκάζει να δεις τον εαυτό σου σπασμένο, από πολλές γωνίες. Κι όμως, μέσα σε αυτά τα θραύσματα, υπάρχει ακόμα μια ψυχή που παλεύει να σταθεί όρθια.


Ο Λεωνίδας δεν ήταν μόνος. Είχε τον Άλλον. Είχε και τον εαυτό του. Κι όσο μπερδεύονταν αυτοί οι δύο, τόσο εκείνος έμαθε να ζει ανάμεσά τους. Σαν ακροβάτης, χωρίς δίχτυ, πάνω από το χάος.

🎧 Άκουσε το άρθρο: «Ο καθρέφτης του Λεωνίδα»
👉 Άνοιξέ το στο Spotify

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Αλήθεια για τον «Εραστή» και τον «Ερωμένο» στην Αρχαία Ελλάδα.

Διοτίμα